- σύαγχος
- σύαγχος [ῠ]· ῥίζα, ἐν ᾗ οἱ σῦς θηρεύονται, Hsch. [full] συαγών,A v. σιαγών.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύαγχος — ον, Α 1. αυτός που πνίγει χοίρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥίζα, ἐν ᾗ οἱ συς θηρεύονται». [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + αγχος (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κύν αγχος] … Dictionary of Greek